κρεᾴδιον

κρεᾴδιον
κρεᾴδιον, τό, Dim. of κρέας,
A morsel, slice of meat, Ar.Pl.227, Cephisod.8, Hp.Epid.7.3, Porph.Abst.1.37: pl., Ar.Fr.591, Alex. 110.15, X.Cyr.1.4.13, Phld.Ir.p.41 W.; σφυρίδαν κρεδίων (sic) BGU 814.25 (iii A. D.): sg. written

κρεάδινον Orib.Eup.4.72.1

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κρεάδιον — κρεᾴδιον, τὸ (AM) μικρό κομμάτι κρέατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρέας + υποκορ. κατάλ. άδιον (πρβλ. ζυγ άδιον, κηπ άδιον)] …   Dictionary of Greek

  • κρεᾴδιον — morsel neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεάδιον — κρεά̱διον , κρεάδιον neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεαιδίοις — κρεᾴδιον morsel neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεᾳδίοις — κρεᾴδιον morsel neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεᾳδίου — κρεᾴδιον morsel neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεᾳδίων — κρεᾴδιον morsel neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεᾴδια — κρεᾴδιον morsel neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρέας — το (AM κρέας, ατός, Α δωρ. τ. κρῆς, επικ. τ. κρεῑας, αττ. γεν. κρέως, κρητ. γεν. κρίως) 1. σάρκα ή τεμάχιο σάρκας τών ζώντων οργανισμών, σε αντιδιαστολή με τα οστά (α. «βοδινό κρέας» β. «ἄρνειον κρέας», Φερεκρ.) 2. η σάρκα τών σφαγίων, σε… …   Dictionary of Greek

  • κρεαδίοις — κρεᾱδίοις , κρεάδιον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεαδίου — κρεᾱδίου , κρεάδιον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”